Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρέντζος — και γρέτσος, α, ο 1. σκληρός, τραχύς 2. άξεστος, αγροίκος … Dictionary of Greek
γρέτσος — α, ο βλ. γρέντζος … Dictionary of Greek